- κοινοπορφυροῦς
- κοινο-πορφῠροῦς, ᾶ, οῦν,A dyed with purple of inferior quality, CPR21.17 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοινοπορφυρούς — κοινοπορφυροῡς, οῡν (Α) αυτός που έχει χρωματιστεί με πορφυρό χρώμα κατώτερης ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πορφυροῦς (πρβλ. περι πορφυρούς, ροδινο πορφυρούς)] … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek